στηθωτός

στηθωτός
η , ό[ν] имеющий грудь; грудастый (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στηθωτός" в других словарях:

  • στηθωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει στήθος 2. αυτός που έχει σχήμα στήθους («στηθωτό ιστίο» [ναυτ.] διπλωμένο ιστίο που σχηματίζει εξόγκωμα στο μέσον κεραίας). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»